- θηλύπρινος
- θηλύ-πρῑνος, ἡ, Arc. name for φελλός, Eust.302.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θηλύπρινος — θηλύπρινος, ἡ (Μ) αρκαδ. ονομασία τού φελλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + πρίνος «πουρνάρι»] … Dictionary of Greek
θηλύπρινον — θηλύπρινος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… … Dictionary of Greek